-
1 лёгкие
лёгкие с мн. τα πνευμόνια, οι πνεύμονες· воспаление \лёгкиех η πνευμονία* * *с мн.τα πνευμόνια, οι πνεύμονεςвоспале́ние лёгких — η πνευμονία
-
2 воспаление
мед. η φλεγμονήη φλό-γωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воспаление
-
3 воспаление
воспаление с η φλόγωση, η φλεγμονή·\воспаление лёгких η πνευμονία* * *сη φλόγωση, η φλεγμονήвоспале́ние лёгких — η πνευμονία
-
4 воспаление
воспалениес мед. ἡ φλεγμονή, ἡ φλό-γωση:\воспаление легких ἡ πνευμονία, ἡ περι-πνευμονία· \воспаление· брюшины ἡ περιτονίτιδα· \воспаление по́чек ἡ νεφρίτιδα· \воспаление мочевого пузыря ἡ κυστίτιδα· \воспаление сердечной су́мки ἡ περικαρδίτιδα. -
5 лёгкое
анат. о πνεύμων, το πνευμόνιο πνεύμοναςвоспаление - их мед. η πνευμονίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лёгкое
-
6 пневмония
мед. η πνευμονία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмония
-
7 горло
горл||ос ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό. -
8 задеть
заде||тьсов см. задевать I· ◊ у него \задетьты легкие εἶναι πειραγμένα τά πνευμόνια του. -
9 крупозный
крупозн||ыйприл мед.:\крупозныйое воспаление легких ἡ περιπνευμονία, ἡ πνευμονία. -
10 легкое
легк||оес анат. τό πνευμόνι, τό πλεμόνι, ὁ πνεύμων:воспаление \легкоеих ἡ πνευμονία. -
11 воспаление
-я ουδ.φλεγμονή•воспаление легких η πνευμονία•
гнойное,πυώδης φλεγμονή.
-
12 двоякодышащие
-их πλθ. (ζωολ.) τα δίπνοα, δίπνευστα (που αναπνέουν με βράγχια και με πνευμόνια). -
13 двусторонний
κ. двухсторонний, επ. δίπλευρος, διπλός•-ее воспаление легких η διπλή πνευμονία•
-ее уличное движение διπλή οδική κίνηση.
|| δίφατσος, από τις δυό μεριές όρθα, ντουμπλεφάς•-ее сукно δίφατση τσόχα.
|| διμερής•-ее соглашение διμερής συμφωνία.
-
14 затемнение
-я ουδ.1. συσκότιση, -σμός•-города συσκοτισμός της πόλης•
затемнение сознания συσκότιση της συνείδησης.
2. (ιατρ.)σκιά•легких σκιά στα πνευμόνια.
-
15 затронуть
ρ.σ.μ.1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.
2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•
он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•
они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•
затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•
у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•
вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.
-
16 лёгкие
-их πλθ. (ενκ. -ое -ого ουδ.) τα πνευμόνια. -
17 односторонний
επ., βρ: -ронен, -роння, -е.1. (για ύφασμα) με μια καλή μεριά (όψη), μο-νόφατσος.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) μονόπλευρος, μονομερής•-ее воспаление лгких η μονή πνευμονία•
односторонний паралич ημιπληγία•
-ее развитие μονομερής ανάπτυξη•
-ее движение транспорта ο μονόδρομος (οχημάτων).
3. μτφ. περιορισμένος, στενός. -
18 пневмония
-и θ.πνευμονία. -
19 прослушать
ρ.σ.μ.1. ακούω•прослушать оперу ακούω μελόδραμα.
2. ακροώμαι•прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•
прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).
3. παρακολουθώ•прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.
5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα). -
20 сильный
επ., βρ: силенκ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,1. δυνατός, ισχυρός, γερός•сильный человек δυνατός άνθρωπος•
-ая лошадь γερό άλογο•
-ая рука δυνατό χέρι•
-ая крепость ισχυρό φρούριο•
-ое государство ισχυρό κράτος•
сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.
2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•сильный ветер σφοδρός άνεμος•
-ое желание μεγάλη επιθυμία•
-ое лекарство δραστικό φάρμακο•
сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.
|| υγιής, γερός•-ые лгкие γερά πνευμόνια.
3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•
у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.
4. καλός•сильный ученик δυνατός μαθητής•
-пловец καλός κολυμβητής.
εκφρ.-ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πνευμονία — πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc nom/voc/acc dual πνευμονίας of the lungs masc voc sg πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc voc sg (attic) πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc gen sg (doric aeolic) πνευμονίας of the lungs masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονία — Φλεγμονώδης διεργασία του πνεύμονα. Οξείες φλεγμονώδεις διεργασίες του πνεύμονα, υπάρχουν σε πολυάριθμες μορφές, που διαφέρουν ως προς τον παθογόνο παράγοντα, την έκταση της διεργασίας, το παθολογοανατομικό υπόστρωμα και την εξέλιξή του.… … Dictionary of Greek
πνευμονία — η φλεγμονή, πάθηση των πνευμόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευμονίας — πνευμονίᾱς , πνευμονίας of the lungs masc acc pl πνευμονίᾱς , πνευμονίας of the lungs masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονίαν — πνευμονίᾱν , πνευμονίας of the lungs masc acc sg (attic epic doric aeolic) πνευμονίας of the lungs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονία — και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α λοίμωξη τών πνευμόνων νεοελλ. 1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία τής πνευμονίας 2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων 3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών» (κτην.) φλεγμονή… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
πνευμονιακός — ή, όν, Α [πνευμονία] αυτός που πάσχει από πνευμονία … Dictionary of Greek
γρίππη — Οξεία λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος με γενικευμένα σωματικά συμπτώματα που προκαλείται από τύπους του ίδιου ιού. Μεταδίδεται πολύ εύκολα και συχνά προκαλεί μικρές εποχικές χειμερινές επιδημίες, σπανιότερα μεγάλες επιδημίες και… … Dictionary of Greek
Приложение. Из истории развития медицинской терминологии — История полупрофессионального и профессионального врачевания насчитывает несколько тысячелетий. Некоторые сведения о достижениях медицины древнейших цивилизаций в распознавании и лечении болезней можно почерпнуть из вавилонских клинописных… … Медицинская энциклопедия
Пневмония — Пневмония … Википедия